Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά

MME | Απρίλιος 2014

Στρατηγικές απασχόλησης

Δηµήτρης Β. Παπαδηµητρίου
Kathimerini, 4 Απρίλη 2014. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

Τ​​α τελευταία στοιχεία για την απασχόληση και την ανεργία στην Ελλάδα είναι πεισματικά αρνητικά. Ο αριθμός των ανέργων βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, με το ποσοστό ανεργίας των γυναικών να είναι υψηλότερο (31,6%) από των ανδρών (24,5%). Με βάση τη στρατηγική που επέβαλε η τρόικα, τόσο οι ονομαστικοί όσο και οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί από το ανώτατο σημείο τους το πρώτο τρίμηνο του 2010 κατά 23% και κατά 27,8%, αντίστοιχα. Η εσωτερική υποτίμηση ήταν αποτελεσματική όσον αφορά τη μείωση των μισθών. Από την άλλη μεριά, οι επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης στις τιμές είναι αντίθετες και ακολουθούν ανοδική τάση όπως φαίνεται από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, ανεξάρτητα από τη μείωση των μισθών, ώς τις αρχές του 2013, όταν οι τιμές άρχισαν να πέφτουν. Με τη συμπεριφορά των πραγματικών μισθών, συμβαδίζει και η κατανάλωση με πρωτοφανή πτώση, αν και με βραδύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με αυτές του 2010. Οι συνέπειες της ακραίας ανεργίας είναι γνωστές: η συρρίκνωση της οικονομίας παγιώνεται, οι δεξιότητες των εργαζομένων φθίνουν και γίνονται παρωχημένες, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η επανένταξή τους στην αγορά εργασίας, η αύξηση της φτώχειας και η όξυνση των ανισοτήτων δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άνοδο του ακροδεξιού φαινομένου, η κοινωνική συνοχή αποδομείται με ταχείς ρυθμούς. Η φτώχεια, οι άστεγοι και το έγκλημα αυξάνονται, η δημόσια υγεία υπονομεύεται, η κατάθλιψη, οι αυτοκτονίες και οι προσωπικές τραγωδίες πολλαπλασιάζονται.

Η Ελλάδα βιώνει μια τέτοια πραγματικότητα. Τα ποσοστά ανεργίας ανέρχονται στο 27,5% και οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα ξεπεράσουν το 30% πριν από το τέλος του έτους με τη συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας. Οι διαστάσεις χιονοστιβάδας που έχει λάβει η ανεργία αποτελούν από μόνες τους τη μείζονα τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά αυτοαπασχολουμένων και μικρών επιχειρήσεων, αγγίζοντας το 32% όλων των εργαζομένων.

Οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που συνοδεύουν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας περιλαμβάνουν απότομη πτώση της ζήτησης. Οι προβλέψεις στην οικονομία είναι δυσοίωνες, ενώ η πολιτική που ακολουθείται στην Ευρώπη και την Ελλάδα για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της απασχόλησης κρίνεται αναποτελεσματική βραχυπρόθεσμα.

Οι κυριότερες στρατηγικές απασχόλησης συμπεριλαμβάνουν την επιχειρηματικότητα, τον επιμερισμό θέσεων εργασίας, την επιδότηση απασχόλησης και την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας (εργοδότης ύστατης καταφυγής).

Προγράμματα επιχειρηματικότητας είναι δύσκολο να απορροφήσουν μεγάλο αριθμό ανέργων ιδίως από το υψηλό επίπεδο ανεργίας που βρισκόμαστε τώρα. Η ποσοστιαία κατανομή απασχόλησης μεταξύ όλων των κατηγοριών επιχειρήσεων και εργαζομένων είναι πολύ διαφορετική στην Ελλάδα από τις άλλες χώρες στην Ευρώπη. Το μεν ποσοστό εργαζομένων-μισθωτών στην Ευρώπη υπερβαίνει αυτό της Ελλάδας κατά 20%, τα δε ποσοστά των επιχειρήσεων –και ιδιαίτερα μικρών– είναι πολύ μεγαλύτερα στην Ελλάδα.

Η στρατηγική μείωσης εργασιακής εβδομάδας ή επιμερισμού των θέσεων εργασίας σε περισσότερους εργαζόμενους δοκιμάστηκε σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Ιαπωνία, χωρίς να δημιουργήσει αύξηση της απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να εφαρμόζεται εκ νέου σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και πάλι χωρίς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Οι πολιτικές της επιδότησης της απασχόλησης έχουν δοκιμαστεί και προταθεί στην Ελλάδα με διάφορες μορφές. Οι επιδοτήσεις για την απασχόληση γυναικών και νέων θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά έχουν την τάση να προξενούν στρεβλώσεις στους μηχανισμούς της αγοράς. Η στρατηγική αυτή είναι μία από τις παλαιότερες πολιτικές που έχουν προταθεί – από τον Pigou (1933) μέχρι τον Phelps (1977). Διευκολύνει τις επιχειρήσεις να αντισταθμίσουν εν μέρει το κόστος για την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων με πόρους που αντλούνται από το δημόσιο ταμείο. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν επιφέρει υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης. Αντ’ αυτού, οι επιχειρήσεις απλώς αντικαθιστούν ήδη εργαζόμενους με εργαζόμενους από τις ομάδες-στόχους που χρηματοδοτεί η κυβέρνηση.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε περιόδους βαθιάς οικονομικής κρίσης λίγα σχέδια εκτός από τη δημιουργία άμεσης απασχόλησης –εργοδότη ύστατης καταφυγής– έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την απασχόληση. Θέσεις τέτοιου προγράμματος προσελκύουν πολλές γυναίκες και νέους, ενώ προσφέρουν υψηλότερους οικονομικούς πολλαπλασιαστές από τα παραδοσιακά προγράμματα δημόσιας απασχόλησης, που είναι προσανατολισμένα στις υποδομές ή σε μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικά έργα.

Η ιδέα να λειτουργήσει το κράτος ως εργοδότης της ύστατης καταφυγής έχει προταθεί ως ενεργητική πολιτική απασχόλησης, όχι μόνο για περιόδους οικονομικής κρίσης αλλά και ως μόνιμος μηχανισμός. Οι θεωρητικές βάσεις της αντίληψης αυτής έχουν τεθεί από τον Hyman Minsky, το 1965. Ο Minsky υποστήριξε μια πολιτική του εργοδότη της ύστατης καταφυγής σαν ένα μόνιμο πρόγραμμα δημόσιας εργασίας, σε εθνική βάση, που θα λειτουργούσε ως αυτόματος (αντικυκλικός) σταθεροποιητής. Με στόχο την εξάλειψη της αναγκαστικής απραξίας και την προώθηση μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς, ο Minsky υποστήριξε ότι το αχρησιμοποίητο, πρόθυμο και ικανό για απασχόληση εργατικό δυναμικό θα μπορούσε να αμείβεται με ένα σταθερό εισόδημα, απασχολούμενο σε κοινωνικά αναγκαίες εργασίες. Οταν μετά την κρίση αρχίζει η ανάκαμψη της οικονομίας και η επέκταση του ιδιωτικού τομέα, τότε οι ενταγμένοι στο πρόγραμμα εργαζόμενοι μπορούν να επιστρέψουν στην ιδιωτική αγορά εργασίας, που θα τους προσφέρει καλύτερες προοπτικές απασχόλησης και αμοιβές. Ο εργοδότης της ύστατης καταφυγής λειτουργεί σαν εγγυητής του δικαιώματος στην εργασία, αλλά ένα κράτος δικαίου δεν πρόκειται, και δεν θα μπορούσε, να αντικαταστήσει ή να εξαλείψει τις πάγιες θέσεις πλήρους απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.

Η χάραξη κάθε πολιτικής είναι βαθιά ριζωμένη σε ιδέες, ιδεολογίες και συμφέροντα. Μέσα στο ελληνικό πλαίσιο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η πολιτική της εγγυημένης μισθωτής εργασίας θα προκαλέσει στρεβλώσεις στους μηχανισμούς της αγοράς εργασίας. Ισως έχουν δίκιο να εκφράζουν αυτό τον φόβο, τουναντίον όμως δεν είναι στρέβλωση αλλά ορθολογική και αναγκαία ρύθμιση της αγοράς. Η πολιτική της εγγυημένης μισθωτής εργασίας βάζει ένα όριο στην ελεύθερη πτώση των μισθών και στην ανασφάλεια των συνθηκών εργασίας, φαινόμενα που επιδεινώνονται με ανησυχητικό ρυθμό στην Ελλάδα.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο δημόσιος τομέας δεν θα πρέπει να ενεργεί ως «εργοδότης της έσχατης ανάγκης», διότι είναι άδικο και εξευτελιστικό για την έννοια της δημόσιας απασχόλησης. Αυτή η λογική αντιλαμβάνεται την «εγγυημένη μισθωτή εργασία» ως «φιλανθρωπία», αλλά, στην πραγματικότητα, παρανοεί (σκόπιμα ή όχι) το βασικό επιχείρημα της προτεινόμενης πολιτικής. Οπως η εγγυημένη απασχόληση, έτσι και τα επιδόματα ανεργίας, δηλαδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας, δεν είναι φιλανθρωπία. Το επίδομα ανεργίας είναι κεκτημένο δικαίωμα, όπως δικαίωμα θα πρέπει να είναι η παροχή μισθωτής εργασίας. Και οι δύο πολιτικές παρέχουν οικονομική ασφάλεια, αλλά αυτό δεν τις καθιστά πράξεις φιλανθρωπίας.

* Ο κ. Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής στο Bard College στη Νέα Υόρκη, ΗΠΑ.

Γρήγοροι Σύνδεσμοι